- ἔπραξε
- πράσσωpass throughaor ind act 3rd sgἔπρᾱξε , πράσσωpass throughaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἄπραξε — ἔπραξε , πράσσω pass through aor ind act 3rd sg ἔπρᾱξε , πράσσω pass through aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
επίχειρα — τα (AM ἐπίχειρα, τὰ Α και ἐπίχειρον, τὸ) η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα τής κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
Λικάρης ή Λικάριος — (13ος αι.). Φράγκος ιππότης και βυζαντινός αξιωματούχος. Γεννήθηκε στην Κάρυστο, ενώ αναφέρεται και με το όνομα Ικάριος. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Εύβοια από τη Βικεντία. Μολονότι ήταν ένας άσημος ευπατρίδης, παντρεύτηκε τη Φελίζα,… … Dictionary of Greek
Μαρία Αντουανέτα — (Marie Antoinette, Βιέννη 1755 – Παρίσι 1793). Βασίλισσα της Γαλλίας (1774 92). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους Φραγκίσκου A’ και της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας. Το 1770 παντρεύτηκε τον Δελφίνο… … Dictionary of Greek
άπρακτος — άπρακτος, η, ο και άπραχτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έπραξε, δεν κατάφερε κάτι: Πήγε και φρόντισε, αλλά γύρισε άπρακτος. 2. αυτός που δεν πράχτηκε, δεν έγινε: Τελικά το έγκλημα είχε μείνει άπραχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)